ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ: Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ & Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η πρόληψη είναι υποβαθμισμένη στη συνείδηση των πολιτών, στην πρακτική των ιατρών και στις επιλογές της πολιτείας
Δ’ Κύκλος Διαλέξεων
Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας, Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος
Με θέμα «Πρόληψη & Προληπτικές Εξετάσεις, η Διεθνής Εμπειρία και η Ελληνική Πραγματικότητα» συνεχίστηκε πρόσφατα ο Δ’ Κύκλος Διαλέξεων για θέματα Δημόσιας Υγείας του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Ο ομιλητής, κύριος Γιάννης Τούντας, Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, μίλησε αναλυτικά για τη σημασία της πρωτογενούς και της δευτερογενούς πρόληψης στην πορεία της υγείας, με ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση και τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου, ανεξάρτητα από τις ιατρικές εξετάσεις.
ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Οι παράγοντες του κοινωνικού, φυσικού και οικονομικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν την υγεία του πληθυσμού, πέρα από το φύλο, την ηλικία και το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, αναδείχθηκαν μετά τη δεκαετία του 1970 και ιδιαίτερα σε αντιστοιχία με τα σύγχρονα μοντέλα νοσηρότητας των αναπτυγμένων χωρών κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ενώ το κυρίαρχο μοντέλο νοσηρότητας στην αρχή του 20ου αιώνα αντιπροσώπευαν τα λοιμώδη νοσήματα, στη συνέχεια παρουσίασαν φθίνουσα πορεία, ώστε μετά τη δεκαετία του 1930 μειώθηκαν στο ελάχιστο. Σχεδόν ταυτόχρονα, άρχισε η ανοδική πορεία των μη μεταδιδόμενων νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ψυχικών, τα οποία μέχρι και στις μέρες μας κυριαρχούν στο μοντέλο νοσηρότητας της σύγχρονης (Δυτικής) κοινωνίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, για τον μειωμένο επιπολασμό των λοιμωδών νοσημάτων, δεν ευθύνονται τόσο τα προγράμματα εμβολιασμού, τα οποία ξεκίνησαν οργανωμένα μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε και η χρήση των αντιβιοτικών, που αναπτύχθηκε γύρω στη δεκαετία του 1940. Η εξάλειψη των λοιμωδών νοσημάτων ήταν κυρίως αποτέλεσμα της θεαματικής βελτίωσης που σημειώθηκε στις συνθήκες διαβίωσης, διατροφής, εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης και ιατρικής περίθαλψης, ως συνεπακόλουθο της ανάπτυξης του οικονομικού πλούτου εκείνη την χρονική περίοδο. Το βιο-ιατρικό μοντέλο που επικρατούσε μέχρι εκείνη την εποχή υπέστη ρωγμές και αναδύθηκαν οι προβληματισμοί που πρώτα η αρχαία ελληνική ιατρική είχε εκφράσει ως προ-επιστημονική σκέψη, σχετικά με τον ρόλο που που διαδραματίζουν οι κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, σε συνδυασμό με την ανθρώπινη συμπεριφορά στα φαινόμενα υγείας και ασθένειας.
Ενδεικτικά, οι βασικότεροι παράγοντες του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος είναι:
- Οι συνθήκες διαβίωσης
- Η διατροφή
- Η εκπαίδευση
- Το εργασιακό περιβάλλον και η ανεργία
- Η ύδρευση και η αποχέτευση
- Οι υπηρεσίες υγείας
Σύμφωνα με τον κ.Τούντα, έχει υπολογιστεί ότι κάθε συντελεστής υγείας έχει διαφορετικό βαθμό επίδρασης στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού, με βασικότερη την ανθρώπινη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής συνδυαστικά με τις συνθήκες του περιβάλλοντος που επιδρούν περίπου κατά 70% στα φαινόμενα υγείας και νοσηρότητας. Άλλοι συντελεστές είναι οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας κατά 20-25% και τέλος οι βιολογικοί παράγοντες.
ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟ ΖΩΗΣ
Στο διάστημα μεταξύ 1990-2015 η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής από τα 77,2 χρόνια στα 81,1. Παρόλα αυτά, η θέση της χώρας μας στην κατάταξη των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών έπεσε από την 3η στην 12η , αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ακόμα μεγάλο περιθώριο βελτίωσης στις συνθήκες ζωής των Ελλήνων, αλλά και στις πολιτικές υγείας. Ο κύριος Τούντας ανέφερε επίσης ότι σύμφωνα με τρέχουσες έρευνες του (2019), η Ελλάδα πλέον κατατάσσεται ακόμα πιο χαμηλά, στην 18η θέση!
Η αρχική υψηλή κατάταξη της χώρας οφειλόταν κυρίως στη Μεσογειακή διατροφή στο εύκρατο μεσογειακό κλίμα, στο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που κατοικούσε εκτός αστικών περιοχών, στην ενασχόλησή του με επαγγέλματα της υπαίθρου, καθώς και στη διατήρηση ισχυρών κοινωνικών δεσμών και θεσμών, που επηρεάζουν όχι μόνο την κοινωνική ευεξία αλλά και τη σωματική υγεία και θνησιμότητα. Η μεγαλύτερη αύξηση του προσδόκιμου ζωής που εμφάνισαν οι υπόλοιπες χώρες δεν οφείλεται μόνο στα βελτιωμένα συστήματα υγείας, αλλά κυρίως στην έμφαση που δόθηκε στους λοιπούς θετικούς παράγοντες, όπως είναι αφ’ενός η στροφή στην υγιεινή ζωή που βασίζεται σε σωστή διατροφή, σωματική άσκηση και μείωση του καπνίσματος και αφ’ετέρου στη θέσπιση ισχυρής πολιτικής για την πρόληψη και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Ο κύριος Τούντας υπογράμμισε το γεγονός ότι σύμφωνα με έρευνες και ειδικές μετρήσεις δεικτών ισορροπημένης διατροφής, έχει καταγραφεί ότι οι Έλληνες δεν ακολουθούν συστηματικά τις οδηγίες της Μεσογειακής διατροφής, ενώ σε μεγάλο ποσοστό (40%) δεν ασκούνται. Ανησυχητικά είναι επίσης και τα στοιχεία της έρευνας Hellas Health VI (2015) που δείχνουν ότι μόνο το 41% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας μας έχει κανονικό βάρος, δηλαδή Δείκτη Μάζας Σώματος μικρότερο από 25 [ΔΜΣ = βάρος (kg)/ύψος2 (m2)].
Σύμφωνα με στοιχεία του 2014, βασικές αιτίες θανάτου στην Ελλάδα, είναι τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (40,3%), τα νεοπλάσματα (25,6%) και τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (10,8%). Οι κυριότεροι προδιαθεσικοί παράγοντες για θάνατο στη χώρα μας είναι η υπέρταση (25%), το κάπνισμα (19,3%), η υψηλή χοληστερόλη (11,6%), η παχυσαρκία (8,3%), η ελλειπής σωματική άσκηση (5%) κ.α., Ο κ. Τούντας τόνισε, ότι είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό από τον πληθυσμό ότι το 75% των παραγόντων που οδηγούν σε πρόωρο θάνατο μπορούν να ελεγχθούν και να αντιμετωπιστούν σε σημαντικό βαθμό μέσω της πρόληψης.
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ & ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗ
Κατά τη διάλεξή του, ο κύριος Τούντας ανέλυσε τα στοιχεία της Πρωτογενούς και της Δευτερογενούς Πρόληψης, εξηγώντας τη σημασία της κάθε μίας ξεχωριστά. Η αντιμετώπιση των αιτιολογικών παραγόντων που καθορίζουν τα επίπεδα και την πορεία της υγείας μας, όπως είναι το κάπνισμα, η διατροφή, η σωματική άσκηση, η παχυσαρκία και το στρες, αποτελεί την Πρωτογενή Πρόληψη, ενώ ο προληπτικός έλεγχος με τις ιατρικές εξετάσεις αποτελεί τη Δευτερογενή Πρόληψη. Σύμφωνα με τον ομιλητή, η Δευτερογενής πρόληψη είναι καθοριστική για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση παθολογικών ευρημάτων, όμως συνέστησε να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στον τρόπο ζωής του πληθυσμού προκειμένου να ελεχθούν οι αιτιολογικοί παράγοντες και να αποφευχθούν οι πρόωροι θάνατοι.
«Είναι λάθος να θεωρούμε ότι ο προληπτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση, αλλά πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το προσωπικό προφίλ, το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, η ηλικία, το φύλο και μια σειρά άλλων παραγόντων που μας υποδεικνύει πάντα ο θεράπων ιατρός μας» ανέφερε ο κύριος Τούντας παρουσιάζοντας παράλληλα στοιχεία που δείχνουν τα χαμηλά ποσοστά διενέργειας των βασικών προληπτικών εξετάσεων στη χώρα μας, με μεγάλες διαφορές και μεταξύ κοινωνικο-οικονομικών τάξεων. Το 60% των γυναικών ηλικίας 21-69 ετών έχουν κάνει Τεστ ΠΑΠ τα 3 τελευταία χρόνια, ενώ όπως εξήγησε ο κύριος Τούντας το ποσοστό αυτό θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 90%. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στην εξέταση κοπράνων για ανίχνευση αιμορραγίας του πεπτικού (SOBT), εξέταση η οποία συμβάλλει στη διάγνωση του καρκίνου παχέος εντέρου, νόσου που αν και εμφανίζει υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, εν τούτοις μπορεί να προληφθεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, στην συγκεκριμένη εξέταση έχει υποβληθεί τα τελευταία 3 χρόνια μόνο το 8,3% των γυναικών ηλικίας 50-69 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες ήταν 10,9%. Για πληρέστερο έλεγχο, συνιστάται να γίνεται επίσης μέτρηση αρτηριακής πίεσης, χοληστερίνης και σακχάρου και καρδιογράφημα, κυρίως για τις ηλικίες άνω των 50 ετών.
Ενδεικτικά, βάσει των Πρωτοκόλλων για τον περιοδικό προσυμπτωματικό έλεγχο, η προτεινόμενη συχνότητα για επανάληψη των παρακάτων εξετάσεων είναι:
- βασικός εργαστηριακός έλεγχος και εξέταση για αρτηριακή πίεση ανά τριετία και ανά διετία για τις ηλικίες κάτω των 50 ετών
- κολονοσκόπηση ανά δεκαετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών
- οστική πυκνότητα ανά διετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών
- εξέταση PSA ανά τριετία για τους άντρες άνω των 50 ετών
- τεστ ΠΑΠ και γυναικολογική εξέταση ανά διετία για τις γυναίκες 21-70 ετών
- μαστογραφία ανά διετία για τις γυναίκες 40-75 ετών
Οι οδηγίες διαφοροποιούνται σημαντικά στην περίπτωση που η πρώτη φάση των εξετάσεων αναδείξει παθολογικά ευρήματα.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Ο ορισμός της υγείας σύμφωνα τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι «η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι η απλή απουσία της αρρώστιας ή της αναπηρίας» (1958). Τα επίπεδα ευεξίας, μπορούν να μετρηθούν με ειδικές έρευνες και ερωτηματολόγια, τα οποία έχουν δείξει ότι στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε μέτρια επίπεδα ευεξίας, με επιδείνωση της ψυχικής υγείας, πιθανότατα και λόγω της οικονομικής κρίσης.
«Όταν μιλάμε για προστασία της υγείας, δεν αρκεί μόνο να προστατεύουμε την “αρνητική” υγεία προλαμβάνοντας τα νοσήματα, τον πρόωρο θάνατο και την αναπηρία, αλλά πρέπει να ενισχύουμε και τη “θετική” υγεία, δηλαδή την σωματική, πνευματική και κοινωνική ευεξία» τόνισε ο κύριος Τούντας παρουσιάζοντας τις τρεις πτυχές για την επίτευξη της Δημόσιας Υγείας: Πρόληψη Αρρώστιας, Προστασία Υγείας και Προαγωγή Υγείας.
Η προαγωγή της υγείας αποτελεί μια πιο σύγχρονη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία για να επιτύχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα για τα επίπεδα υγείας, δεν αρκούν οι προληπτικές εξετάσεις και η έγκαιρη καταπολέμηση των ασθενειών, αλλά απαιτείται και η έγκαιρη παρέμβαση στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι αρμόδιοι φορείς, μέσω της Αγωγής Υγείας και της ενίσχυσης της ατομικής πρόληψης, εκπαιδεύουν τον πληθυσμό προκειμένου τα άτομα να αποκτήσουν τη δεξιότητα να αντιμετωπίζουν σωστά τα θέματα της υγείας τους, πχ με διακοπή του καπνίσματος, σωστή διατροφή και αντιμετώπιση του στρες. Παράλληλα, μέσω της Προαγωγής της Υγείας, που εστιάζει στην πρόληψη στο επίπεδο της κοινότητας, παρεμβαίνουν σε όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την υγεία όπως είναι η φτώχια, η ελλειπής διατροφή, η ανεπαρκής εκπαίδευση, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, η ανεργία, η υποβαθμισμένη κατοικία κ.α. Σύμφωνα με τον κύριο Τούντα, μία συνολική προσέγγιση συστηματικών πολιτικών προαγωγής υγείας, όπως ορίζονται από τη Διεθνή Διακήρυξη Προαγωγής Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (1986), θα μπορούσε να επιφέρει τουλάχιστον 10 επιπλέον χρόνια ζωής για τον πληθυσμό!